Μπες

Μπες
Αιγυπτιακή θεότητα που είχε γίνει δημοφιλέστατη από την εποχή της 12ης Δυναστείας (20ός – 18ος αι. π.Χ.). Ήταν μαζί με την Τύερι, τη θεά με τη μορφή ιπποπόταμου, οικιακό πνεύμα, προστάτης της οικογενειακής εστίας. Τον θεωρούσαν προστάτη του ύπνου, αλλά ήταν και θεός της χαράς, του χορού και του καλλωπισμού. Η όψη του, γνωστότατη από μεγάλο αριθμό απεικονίσεων, ήταν τερατόμορφη, έτσι που να προκαλεί το γέλιο και ταυτόχρονα τον τρόμο στα κακοποιά πνεύματα. Είχε σώμα νάνου και κορμό υπερβολικά ανεπτυγμένο, χέρια κοντά και πόδια στρεβλωμένα. Το κεφάλι του ήταν πελώριο, με πυκνή γενειάδα και κρεμασμένη γλώσσα. Μερικές φορές κρατούσε λύρα ή ντέφι και άλλοτε πάλι ασπίδα και εγχειρίδιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Γκέρσουιν, Τζορτζ — (George Gershwin, Μπρούκλιν, Νέα Υόρκη 1898 – Χόλιγουντ 1937). Αμερικανός μουσικοσυνθέτης. Γόνος εβραϊκής οικογένειας σλαβικής καταγωγής, ο Γ. πήρε τα πρώτα του μουσικά μαθήματα στο πιάνο. Σε ηλικία 16 ετών τον προσέλαβε ένας μουσικός οίκος της… …   Dictionary of Greek

  • Ксантулис, Яннис — Яннис Ксантулис греч. Γιάννης Ξανθούλης Дата рождения: 1947 год(1947) Место рождения …   Википедия

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • δηλώνω — (AM δηλῶ, όω Μ και δηλώνω) [δήλος] 1. αναφέρω, λέγω («δήλωσε τα εξής», «δηλώσω δὲ καὶ τόδε») 2. φανερώνω, αποκαλύπτω («τον έρωτα εδήλωσαν που χαν εις την αγάπην», «κάρτα μοι σαφώς ἐδήλωσας κακά») 3. ερμηνεύω, εξηγώ («δηλώσει τα αινίγματα και τα… …   Dictionary of Greek

  • πενταδάκτυλος — Κοινή στη Μάνη ονομασία του Ταϋγέτου, γιατί κατά την παράδοση, σε έναν του βράχο αποτυπώθηκαν τα ίχνη των πέντε δαχτύλων του Ιησού. Π. Λέγεται και βουνό της Κύπρου, με πέντε κορυφές, από τις οποίες η υψηλότερη φτάνει τα 2.405 πόδια στην… …   Dictionary of Greek

  • Μαμούλιαν, Ρούμπεν — (Ruben Mamoulian, Τιφλίδα, Γεωργία 1897 – Λος Άντζελες 1987). Αμερικανός σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ήταν αρμενικής καταγωγής. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και θέατρο στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας με τον Γ.… …   Dictionary of Greek

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λεμεσού (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που χτίστηκε το 1975 (Κάνιγγος & Βύρωνος, Λεμεσός), εκτός από ευρήματα από τους σημαντικούς αρχαίους οικισμούς της Αμαθούντος, ανατολικά, και του Κουρίου, δυτικά της Λεμεσού, περιλαμβάνει ευρήματα από περίπου τριάντα άλλους… …   Dictionary of Greek

  • Ξανθούλης, Γιάννης — (Αλεξανδρούπολη 1947 –). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε σχέδιο και δημοσιογραφία. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος συνεργαζόμενος με διάφορες εφημερίδες, περιοδικά και το ραδιόφωνο. Παράλληλα ασχολήθηκε με την εικονογράφηση παιδικών βιβλίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”